αμετακίνητος

αμετακίνητος
η , ο [ος , ον ]
1) непередвигавшийся, неперемещавшийся; 2) неподвижный; не трогающийся с места; 3) устойчивый, незыблемый; непоколебимый; стойкий, непреклонный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αμετακίνητος" в других словарях:

  • ἀμετακίνητος — not to be moved from place to place masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμετακίνητος — η, ο (Α ἀμετακίνητος, ον) αυτός που δεν μετακινείται ή δεν είναι δυνατό να αλλάξει θέση, να μετακινηθεί, αμετατόπιστος, μόνιμος, σταθερός νεοελλ. νωθρός, δυσκίνητος αρχ. φρ. «ἀμετακινήτως ἔχω», στέκομαι ακίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μετακινῶ] …   Dictionary of Greek

  • αμετακίνητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε μετακινήθηκε: Πολλά εμπορεύματα έμεναν αμετακίνητα. 2. αυτός που δεν μπορεί να μετακινηθεί, ακλόνητος: Είναι χρόνια τώρα άρρωστος και αμετακίνητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμετακινήτως — ἀμετακίνητος not to be moved from place to place adverbial ἀμετακίνητος not to be moved from place to place masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετακίνητον — ἀμετακίνητος not to be moved from place to place masc/fem acc sg ἀμετακίνητος not to be moved from place to place neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετακινήτοις — ἀμετακίνητος not to be moved from place to place masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετακινήτου — ἀμετακίνητος not to be moved from place to place masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετακινήτους — ἀμετακίνητος not to be moved from place to place masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετακινήτων — ἀμετακίνητος not to be moved from place to place masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετακινήτῳ — ἀμετακίνητος not to be moved from place to place masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετακίνητα — ἀμετακίνητος not to be moved from place to place neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»